Το φέρετρο μου μάνα μου,
το θέλω στολισμένο,
με κόκκινο τριαντάφυλλο
μεγάλο ανθισμένο.
Θέλω να έχεις γιασεμιά,
και κρίνους και μπατίλιες
και μαργαρίτες κάτασπρες,
σαν τότε που μου μίλιες.
Κι ήτανε όλα όμορφα,
σαν τούτα τα λουλούδια
και γέλαγα και χόρευα
και έλεγα τραγούδια.
Τώρα παιθαίνω μάνα μου
και παραγγέλνω σου το,
απ' όλα όσα είπαμε
να μην ξεχάσεις τούτο.
θέλω κατράμι φέρετρο
μαύρο σαν τι καρδιά μου,
μαύρο σαν την κηδεία μου
και σαν τα όνειρα μου.
Και μέσα όπου θα 'μαι εγώ,
θέλω να είμαι ωραία,
γι'αυτό και να μου βάλετε
τα ρούχα τα μοιραία.
Όχι το άσπρο νυφικό
και πέπλο στο κεφάλι,
αυτά μάνα τα βάζουνε
μονάχα κάποιοι άλλοι.
Αυτοί που ζούνε τη χαρά
με γέλια και παρέες
και που περνάνε οι πιο πολλοί
τρελές μέρες ωραίες.
Εγώ λοιπόν μαύρα φορώ,
μαύρα κατράμι ρούχα
γιατί μισέψαν οι χαρές
κάποτε εγώ που 'χα.
Τώρα δεν θέλω να μιλείς
και να μου κουβεντιάζεις,
ούτε να κλαίς και να πονείς
να βαριαναστενάζεις.
Θέλω να ζήσεις τη ζωή
την άλλη που σου μένει,
σα να μην ήμουνα ποτέ
στον κόσμο γεννημένη.
Τώρα που άκουσες αυτά,
μάνα κλείστο καπάκι
και σκέψου ότι πέθανε
το ποιο γλυκό μωράκι.
Που έκανες ποτέ εσύ,
που γέννησες με πόνο
σκέψου αυτό μανούλα μου
μόνο αυτό και μόνο!