Ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα
δεν είμαι με κανένα.
Σου λεώ καλά της κάνανε γιατι μας προκαλούσε
γεμάτη εκατομμύρια ενώ και ο θεός πεινούσε
Περαστικοί αδιαφορα έκατσαν και κοιτούσαν
Του διευθυντή της οι κοιλιές και αυτούς τους ενοχλούσαν
κάποιος πανικοβλήθηκε μπας κι ήτανε ο γιος του
Κι ο ιδρωμένος λογιστής μπας κι ήταν ανιψιός του
Κι όσο για τον ταμία που πήγε ν' αμυνθεί
όταν αναρωτήθηκε για ποιον και το γιατί
Στ' αρχίδια μου ψιθύρισε και γέμισε τισ τσάντες
Άντε. . .και καλή τύχη μάγκες.
Στον μπάτσο βλέπεις πέρασε μονάχα η κοροιδία
να έχει την ψευδαίσθηση πωσ είναι εξουσία
Και τώρα η χήρα του με δύο ορφανά
με τρεις και εξήντα σύνταξη τη μοίρα βλαστημά
για άγνωστη αιτία.
Ψωροκορώνα γράμματα στο τζόγο της ζωής
Επάγγελμα, ποιο επάγγελμα, τι επάγγελμα, ληστής
Τα τέρατα δικάστηκαν με μάρτυρα την πείνα
αποκλεισμένα μια ζωή ακούσια καραντίνα
η απελπισία περίστροφο σφαίρες της οι ανάγκες
Άντε και καλή τύχη μάγκες
Άντε βρε και καλή τύχη μαγκες.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,ελάτε στο δικό μου περιβόλι,μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ για ναν το ζήσουμ' όλοι.
Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007
Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ
ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ ΜΟΥ
Το φέρετρο μου μάνα μου,
το θέλω στολισμένο,
με κόκκινο τριαντάφυλλο
μεγάλο ανθισμένο.
Θέλω να έχεις γιασεμιά,
και κρίνους και μπατίλιες
και μαργαρίτες κάτασπρες,
σαν τότε που μου μίλιες.
Κι ήτανε όλα όμορφα,
σαν τούτα τα λουλούδια
και γέλαγα και χόρευα
και έλεγα τραγούδια.
Τώρα παιθαίνω μάνα μου
και παραγγέλνω σου το,
απ' όλα όσα είπαμε
να μην ξεχάσεις τούτο.
θέλω κατράμι φέρετρο
μαύρο σαν τι καρδιά μου,
μαύρο σαν την κηδεία μου
και σαν τα όνειρα μου.
Και μέσα όπου θα 'μαι εγώ,
θέλω να είμαι ωραία,
γι'αυτό και να μου βάλετε
τα ρούχα τα μοιραία.
Όχι το άσπρο νυφικό
και πέπλο στο κεφάλι,
αυτά μάνα τα βάζουνε
μονάχα κάποιοι άλλοι.
Αυτοί που ζούνε τη χαρά
με γέλια και παρέες
και που περνάνε οι πιο πολλοί
τρελές μέρες ωραίες.
Εγώ λοιπόν μαύρα φορώ,
μαύρα κατράμι ρούχα
γιατί μισέψαν οι χαρές
κάποτε εγώ που 'χα.
Τώρα δεν θέλω να μιλείς
και να μου κουβεντιάζεις,
ούτε να κλαίς και να πονείς
να βαριαναστενάζεις.
Θέλω να ζήσεις τη ζωή
την άλλη που σου μένει,
σα να μην ήμουνα ποτέ
στον κόσμο γεννημένη.
Τώρα που άκουσες αυτά,
μάνα κλείστο καπάκι
και σκέψου ότι πέθανε
το ποιο γλυκό μωράκι.
Που έκανες ποτέ εσύ,
που γέννησες με πόνο
σκέψου αυτό μανούλα μου
μόνο αυτό και μόνο!
το θέλω στολισμένο,
με κόκκινο τριαντάφυλλο
μεγάλο ανθισμένο.
Θέλω να έχεις γιασεμιά,
και κρίνους και μπατίλιες
και μαργαρίτες κάτασπρες,
σαν τότε που μου μίλιες.
Κι ήτανε όλα όμορφα,
σαν τούτα τα λουλούδια
και γέλαγα και χόρευα
και έλεγα τραγούδια.
Τώρα παιθαίνω μάνα μου
και παραγγέλνω σου το,
απ' όλα όσα είπαμε
να μην ξεχάσεις τούτο.
θέλω κατράμι φέρετρο
μαύρο σαν τι καρδιά μου,
μαύρο σαν την κηδεία μου
και σαν τα όνειρα μου.
Και μέσα όπου θα 'μαι εγώ,
θέλω να είμαι ωραία,
γι'αυτό και να μου βάλετε
τα ρούχα τα μοιραία.
Όχι το άσπρο νυφικό
και πέπλο στο κεφάλι,
αυτά μάνα τα βάζουνε
μονάχα κάποιοι άλλοι.
Αυτοί που ζούνε τη χαρά
με γέλια και παρέες
και που περνάνε οι πιο πολλοί
τρελές μέρες ωραίες.
Εγώ λοιπόν μαύρα φορώ,
μαύρα κατράμι ρούχα
γιατί μισέψαν οι χαρές
κάποτε εγώ που 'χα.
Τώρα δεν θέλω να μιλείς
και να μου κουβεντιάζεις,
ούτε να κλαίς και να πονείς
να βαριαναστενάζεις.
Θέλω να ζήσεις τη ζωή
την άλλη που σου μένει,
σα να μην ήμουνα ποτέ
στον κόσμο γεννημένη.
Τώρα που άκουσες αυτά,
μάνα κλείστο καπάκι
και σκέψου ότι πέθανε
το ποιο γλυκό μωράκι.
Που έκανες ποτέ εσύ,
που γέννησες με πόνο
σκέψου αυτό μανούλα μου
μόνο αυτό και μόνο!
Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007
ΤΟ ΜΕΛΑΝΧΟΛΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Εδώ που μένω εγώ
ο ήλιος ποτέ δεν βγαίνει
και βλέπω κάποιες φορές
τον χάρο στα σπίτια απρόσκλητο να μπαίνει.
Η καρδιά μου είναι ραγισμένη
και έχω στην ψυχή μου ένα πόνο
και έχω να δω το φως του ήλιου
σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο.
Κάθομαι στο σπίτι μόνη
και βλέπω απ'το παράθυρο ένα παιδί να τρέχει
αυτός ο καταραμένος ουρανός
ούτε ένα αστέρι στην αγκαλιά του δεν έχει.
Εδώ σ'αυτό το μέρος
ούτε ένα φίλο δεν έχω
και όταν είμαι στον δρόμο μόνη
φοβάμαι και πάντα σαν τρελή τρέχω.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν
ο ένας μετά τον άλλο
και βλέπω πάντα μέσα στα σπίτια
εκείνον τον άκαρδο χάρο.
Εμείς φοράμε πάντα μαύρα
και ποτέ για κάτι δεν χαιρόμαστε
ακόμα και την ημέρα της γιορτής μας
και πάλι τον εαυτό μας λυπόμαστε.
Εδώ είναι τόσο μελαγχολικά
όσο στον κόσμο τίποτα άλλο
αφού κάποιες φορές ακόμα κι εγώ
λησμονώ εκείνον τον άσχημο χάρο...
ο ήλιος ποτέ δεν βγαίνει
και βλέπω κάποιες φορές
τον χάρο στα σπίτια απρόσκλητο να μπαίνει.
Η καρδιά μου είναι ραγισμένη
και έχω στην ψυχή μου ένα πόνο
και έχω να δω το φως του ήλιου
σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο.
Κάθομαι στο σπίτι μόνη
και βλέπω απ'το παράθυρο ένα παιδί να τρέχει
αυτός ο καταραμένος ουρανός
ούτε ένα αστέρι στην αγκαλιά του δεν έχει.
Εδώ σ'αυτό το μέρος
ούτε ένα φίλο δεν έχω
και όταν είμαι στον δρόμο μόνη
φοβάμαι και πάντα σαν τρελή τρέχω.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν
ο ένας μετά τον άλλο
και βλέπω πάντα μέσα στα σπίτια
εκείνον τον άκαρδο χάρο.
Εμείς φοράμε πάντα μαύρα
και ποτέ για κάτι δεν χαιρόμαστε
ακόμα και την ημέρα της γιορτής μας
και πάλι τον εαυτό μας λυπόμαστε.
Εδώ είναι τόσο μελαγχολικά
όσο στον κόσμο τίποτα άλλο
αφού κάποιες φορές ακόμα κι εγώ
λησμονώ εκείνον τον άσχημο χάρο...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)